πουρνελιά

πουρνελιά
πουρνελιά, η και πουρνιά, η
ποικιλία του θάμνου ή δέντρου προύμνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πουρνελιά — η, και πουρνέλο, το, Ν η μπουρνελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prunella (βλ. λ. μπουρνέλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”